-
1 couteau
μαχαίρι -
2 dagger
μαχαίρι -
3 нож
-а α.μαχαίρι, μάχαιρα•нож для хлеба ψωμομάχαιρο•
нож для бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης•
мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής•
перочинный нож γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο•
столовый επιτραπέζιο μαχαίρι•
нож для мяса κρεοκόπτης, σατίρι•
удар -ом μαχαιριά•
плужный нож μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου•
сапожный нож φαλτσέτα•
кухонный нож μαχαίρι μάγειριού.
εκφρ.нож острый – μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)•быть на -ах – είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατερά)•лечь под нож – ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)•как -ом по сердцу – σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)•под -ом умереть – πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. -
4 нож
ножм τό μαχαίρι, ἡ μάχαιρα:перочинный \нож ὁ σουγιάς, τό κονδυλομάχαι-ρο· разрезальный \нож (для бумаги) τό χαρτομάχαιρο, ὁ φυλλοκόπος, ὁ χαρτο-κοπτήρ[ας]· кухонный \нож τό σατίρι, ὁ κρεοκόπτης, τό μαχαίρι τῆς κουζίνας· садовый (кривой) \нож τό κλαδευτήρι· сапожный \нож ἡ φαλτσέτα· удар \ножом ἡ μαχαιριά· ◊ приставать с \ножом к горлу разг ἐκβιάζω κάποιον, βάζω κάποιου τό μαχαίρι στό λαιμό· быть на \ножах с кем-л. разг εἶμαι στά μαχαίρια· \ножв спи́ну ἡ μαχαιριά πισώπλατα. -
5 резак
-а α.1. μάχαιρα, μεγάλο μαχαίρι.2. γλύφανο, γλυφίδα, σμίλη.3. κοπτήρας, μαχαίρι, (το κοφτερό μέρος εργαλείου)•резак плуга η σπάθη ή το μαχαίρι υνίου.
4. χασάπης, σφάχτης.5. καυστήρας, μπεκ. -
6 нож
-
7 острый
острый 1) μυτερός· κοφτερός· \острый нож το κοφτερό μαχαίρι 2) (о пище) οξύς· καυτερός· πιπεράτος (тж. перен.)' \острый сыр το πιπεράτο τυρί ◇ \острыйая боль о δυνατός (или οξύς) πόνος* * *1) μυτερός; κοφτερόςо́стрый нож — το κοφτερό μαχαίρι
2) ( о пище) οξύς; καυτερός; πιπεράτος (тж. перен.)о́стрый сыр — το πιπεράτο τυρί
••о́страя боль — ο δυνατός ( или οξύς) πόνος
-
8 навырез
навырезнареч μέ δοκιμή, μέ τό μαχαίρι:купить арбу́з (дыню) \навырез ἀγοράζω καρπούζι (πεπόνι) μέ τό μαχαίρι. -
9 knife
1. plural - knives; noun1) (an instrument for cutting: He carved the meat with a large knife.) μαχαίρι2) (such an instrument used as a weapon: She stabbed him with a knife.) μαχαίρι2. verb(to stab with a knife: He knifed her in the back.) μαχαιρώνω -
10 кинжальный
επ.του χαντζαριού• του δίκοπου μαχαιριού. || με δίκοπο μαχαίρι•-ая рана πληγή με δίκοπο μαχαίρι.
εκφρ.- ая батарея – πυροβολαρχία κοντινής δράσης•огонь – θεριστικά πυρά πολυβόλων. -
11 граблина
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граблина
-
12 железко
(режущая деталь в деревообрабатывающих инструментах) το κοπίδι (ξυλουργικό εργαλείο)το μαχαίρι πλάνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > железко
-
13 надрез
η εγκοπή-ать κάνω εγκοπή (με αιχμηρό ή κοφτερό εργαλείο, π.χ. με μαχαίρι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надрез
-
14 нож
το μαχαίρι- бульдозера η λεπίδα του (γεω)προωθητή/της μπουλτόζαςрасклинивающий - лес. η σφήναсапожный - η φαλτσέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нож
-
15 отвал
1. (действие) η (εν)απόθεση 2. (режущая часть плуга) с.-х. о αναστρεπτή-ρας του αρότρου 3. (насыпь) о χώρος (εν)απόθεσης, το ανάχωμα 4. горн. η (εν)απόθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвал
-
16 резак
1. (широкий нож) το κοπίδι 2. (св.) η συσκευή κοπήςгазовый - του αερίου (π.χ. οξυγόνου)3. с.-х. το μαχαίρι, ο κοπτήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резак
-
17 тупой
1. мат. αμβλ/ύς 2. (недостаточно отточенный) ακόνιστ/οςατρόχιστος3. (ο боли) μαλακόςμικρός4. (о звуке) κούφιοςπνικτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тупой
-
18 вырез
вырезм (у платья) ἡ ἐντομή, ἡ ἐκ-κοπή:платье с \вырезом φόρεμα μέ ντεκολτέ· ◊ покупать (продавать) на \вырез ἀγοράζω (πουλώ) μέ τό μαχαίρι. -
19 горло
горл||ос ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό. -
20 действовать
действоватьнесов1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:\действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:\действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):\действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·5. (о законе и т. п.) ἰσχύω.
См. также в других словарях:
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαχαιρώνω — [μαχαίρι] 1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι 2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος τού αγώνα») … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιριά — Οικισμός (40 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νοτίας Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η [μαχαίρι] 1. χτύπημα με μαχαίρι 2. πληγή από μαχαίρι 3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της») … Dictionary of Greek
Makhaira — Antique swords, fig. 1 3: Xiphos, fig. 4: Makhaira. Makhaira sword Makhaira (from Greek μάχαιρα (mákhaira), also transliterated machaira or machaera; an Ancient Greek word, related to μάχη (mákhē) a battle , μάχεσθαι… … Wikipedia
αμάχαιρος — ή, ο (Α ἀμάχαιρος, ον) αυτός που δεν έχει μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχαιρα βλ. μαχαίρι] … Dictionary of Greek
γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι … Dictionary of Greek
δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… … Dictionary of Greek
κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… … Dictionary of Greek
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek